- ἐκθεραπεύσοι
- ἐκθεραπεύσοῑ , ἐκθεραπεύωcure perfectlyfut opt act 3rd sgἐκθεραπεύσοῑ , ἐκθεραπεύωcure perfectlyfut opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.